“Αν δεν μπορώ να το δεις και εσύ μοιάζει σαν να μην το ‘χω”

Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, ο Γιάννης Ρίτσος, σε ηλικία 81 ετών.

Ο Γιάννης γεννήθηκε στην Μονεμβασιά πρωτομαγιά του 1909 και ήταν το μικρότερο μέλος και τέταρτο παιδί της οικογένειας του. Έχασε τον αδερφό του και την μητέρα του από φυματίωση το 1921, ενώ ο πατέρας του ήταν τζογαδόρος και αφού έχασε τα πάντα στον τζόγο κατέληξε στο Δαφνί το 1932 και πέθανε ύστερα από 7 χρόνια. Όντας χρεοκοπημένη, η οικογένεια του ο Ρίτσος ξεκίνησε να εργάζεται από την ηλικία των δεκαπέντε σαν δακτυλογράφος, ενώ από τα δεκατέσσερα του είχε κιόλας δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα». Το 1926 προσβλήθηκε και ο ίδιος από τον ιό της φυματίωσης και από τότε ξεκίνησε ένα ταξίδι γεμάτο μεταθέσεις στα σανατόρια, συγγραφή ποιημάτων και ποιητικών συλλογών, ανάμεσα σε μαρξιστές και διανοούμενους εντάχτηκε στην αριστερά και στον Κομμουνισμό Κόμμα Ελλάδος.

“Κι εγώ μαζί σας, αντρώθηκα, σύντροφοι,

στις φυλακές, στα κρατητήρια, στα ξερονήσια,

παιδί κι εγώ της Ελλάδας, παιδί του ΚΚΕ,

πολεμώντας μαζί και τραγουδώντας –

ω, σύντροφοι, σύντροφοι,

το πιο τρανό τραγούδι που έμαθα

το πιο πλατύ τραγούδι που έπραξα

το πιο βαθύ τραγούδι που τραγούδησα

ήταν αυτό που τραγουδάω και τώρα

αυτό που τραγουδάμε όλοι μαζί:

ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ”

Στις 9 Μαΐου 1936, γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά την διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποιήματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

“Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,

ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω.

Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;

Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει.

Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.

Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου”.

Αφού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις. Όπως μας υπενθυμίζει και η φίλη Βικιπέδια, η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο, όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά», ακολούθησε τις δυνάμεις του στην σύμπτυξη. Περνά από την Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανέβασε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει την «Ρωμιοσύνη». Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά.

“Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψωμιού…”

Η Σουηδική Ακαδημία, σκέφτηκε να μοιράσει το βραβείο Νόμπελ σε αυτόν και τον Οδυσσέα Ελύτη, κάτι που κανείς δε δέχτηκε. Η Ακαδημία μαγεύτηκε από το “Άξιον εστί” και έδωσε το βραβείο εν τέλει στον Οδυσσέα Ελύτη με τον Γιάννη Ρίτσο να δηλώνει: “Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη. Είναι μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ”,

“Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,

να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις…

να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο”.

Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στην Μόσχα

Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και  Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

“Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του”.

“Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις -εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου”.

“Να είμαστε έτοιμοι. Κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα”.

“Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα”.

“Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως”.

“Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω”.

 “Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους”.

“Μάθε ν’ αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη”.

“Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα. Μονάχος στην δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα”.

“Αυτά που χάθηκαν, αυτά που δεν ήρθαν μην τα κλαις. Αυτά που τα ‘χες και δεν τα ‘δωσες κλάφ’ τα”.

“Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου”.

“Για να φτάσεις να πεις την αλήθεια, θα πρέπει -λέει- να μην περιμένεις πια τίποτα”.

“Έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει”.

Ο Γιάννης Ρίτσος δημοσίευσε πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, 9 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά έργα και μελέτες, με πολλά από τα έργα του να έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες.

 Έφυγε από την ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.

J.T.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

A WordPress.com Website.

Up ↑

%d bloggers like this: