Σέρνω το υποταγμένο μου σώμα στο μουχλιασμένο μωσαϊκό.
Αυτό το διαμέρισμα υπήρξε κάποτε ευπρόσδεκτο και προσβάσιμο σε κάθε λογής ανθρώπινη μορφή. Τώρα τα γέλια και οι φωνές
κατοικούν μονάχα στο κεφάλι μου
και τα ψυχρά τους χνώτα μετατράπηκαν σε υγρά μονοπάτια που διασχίζουν κατακόρυφα και απειλητικά τους ραγισμένους τοίχους
και διαπερνούν επώδυνα το ατροφικό πετσί μου.
Οι ανείπωτες λέξεις μου μυριάδες, σαν τα
αποτσίγαρα στο τασάκι. Η τηλεόραση εμμονικά
σφηνωμένη στο ίδιο κανάλι τηλεπώλησης
άχρηστων ειδών με την ίδια – κατά τα άλλα συμπαθεστάτη παρουσιάστρια –
που το μόνο μας κοινό ίσως είναι ότι
και οι δυο κάτι διαφορετικό φανταζόμασταν
για τους εαυτούς μας…
Πάνε χρόνια εδώ μέσα, πέρασαν τόσοι και τόσες κι εγώ το μόνο που δεν κατάλαβα ποτέ είναι γιατί οι αχτίδες του ήλιου δυσκολεύονται ακόμα στην άφιξη τους.
Θα μου πεις ούτε κι εγώ βγήκα ποτέ εκεί έξω
να τις αναζητήσω…
Βασικά δεν ξέρω αν θα μου το πεις.
Δεν ξέρω καν αν υπάρχεις αλλά και να μην υπάρχεις έχω ανάγκη να σε δημιουργήσω.
Έχω ανάγκη να πλάσω στο μυαλό μου κάτι ισχυρότερο από μένα. Κάτι που θα μπορώ να αγαπώ και να μισώ ταυτόχρονα.
Κάτι που από αυτό θα μπορώ να απαιτώ
να παρακαλώ και να το σέρνω στις δικές μου
θλιβερές, μάταιες ορέξεις και φιλοδοξίες.
Κάτι που το δικό του λάθος θα σκεπάζει την δική μου απραγία…
Κάτι που εν τέλει, θα δικαιολογεί την δική μου ύπαρξη, αφού εγώ αρνούμαι η δεν μπορώ ακόμα να την καταλάβω.
Γιάννης Μίχας Νεονάκης (Dave)
Leave a Reply