Το αφήσαμε για αύριο

Ορισμένες από τις μεγαλύτερες αλήθειες για την ψυχική και σωματική υγεία ειπώθηκαν μέσω της μουσικής. Πόσο μάλλον όταν ακούγονται λόγια του Χρόνη Μίσσιου.

«Το αφήσαμε για αύριο» λοιπόν. Βασικά το αφήνουμε για αύριο. Το κάθε τι. Και γιατί το αφήνουμε για το αύριο? Το αφήνουμε με την ελπίδα να είναι όλα καλύτερα κάποτε στο μέλλον, να είναι ιδανικές και ώριμες οι καταστάσεις ώστε να απολαύσουμε τον έρωτα, να ταξιδέψουμε και λοιπά. Το αφήνουμε με την ελπίδα πρώτα να καταφέρουμε να υπερτερήσουμε (μέσω των χρημάτων, του «κύρους» της εργασίας και γενικότερα των καπιταλιστικών προτύπων ζωής) έναντι της πλειοψηφίας της κοινωνίας, ώστε μετά να «μας έρθουν τα καλύτερα» και «να ξεκινήσει η ζωή».

Ωστόσο το αύριο γίνεται την επόμενο εβδομάδα, η επόμενη εβδομάδα γίνεται του χρόνου και, εν τέλει, περνάει μία ζωή και χωρίς να έχουν πραγματοποιηθεί πολλές εκ των επιθυμιών μας. Και αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Γιατί στον δρόμο προς την «επιτυχία» έχουμε απορρίψει ορισμένους (ή όλους) από τους λίγους ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρθηκαν για εμάς. Τους απορρίψαμε με τον φόβο να μη μας «καθυστερήσουν».

Ποτέ, όμως, δεν αναλογιζόμαστε ότι η ζωή είναι γεμάτη και από δυσάρεστες εκπλήξεις, όταν αναλογιζόμαστε μόνο το «αύριο». Αυτό είναι προσβλητικό για το προνόμιο που λέγεται «ζωή», από τη στιγμή που καθημερινά ακούμε ιστορίες ανθρώπων που έφυγαν ξαφνικά και σε νέα ηλικία από τη ζωή.

Φυσικά και τα όνειρα για το μέλλον μας δίνουν ελπίδα, μας δίνουν ώθηση να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή καθημερινότητα. Ωστόσο, πρέπει να κτίζουμε το μέλλον μας χωρίς να θυσιάζουμε τα άκρως σημαντικά από το παρόν. Χωρίς να κοιτάμε το παρελθόν, να δώσουμε την ενέργειά μας για το τώρα και το αύριο. Όχι, όμως, μόνο για το αύριο. Για το αύριο, ας θυσιάσουμε λίγες ώρες ύπνο, ας κουραστούμε παραπάνω για να καταφέρουμε τον στόχο μας. Να μην θυσιάσουμε τις στιγμές που θα μπορούσαμε να ζήσουμε με αυτούς τους ανθρώπους που πραγματικά αξίζουν.

Όταν διανύεις τον μακρύ δρόμο για να φθάσεις στον προορισμό σου, πρέπει να τρέχουν παράλληλα (όσοι θέλουν φυσικά) και οι άνθρωποι σου. Δεν γίνεται να τους αφήνεις στην άκρη με τον φόβο μην σε καθυστερήσουν. Διότι όταν φθάσεις στον στόχο σου και τους φωνάξεις, δεν θα έρθουν, θα έχουν χαθεί εξαιτίας σου κάπου στον δρόμο. 

Και, στο κάτω κάτω, το μόνο αγαθό που δεν μπορείς να αγοράσεις είναι ο χρόνος.

Ερμηνεία: Εισβολέας / Στίχοι: Ηλίας Παπανικολός

(Χρόνης Μίσσιος, απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»)

«Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ανάγκες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.

(Εισβολέας)

Ας ζήσουμε λοιπόν χωρίς τα πρέπει μας, να παίξουμε σαν μικρά παιδιά,

Κάθε επιθυμία ελεύθερη και όσο πάει.

Κάνε πίσω αν θες εσύ, τον πήρα εγώ τον δρόμο μου, θα πάω και όπου βγει, ρισκάρω,

έτσι είναι η ζωή και άμα δεν πάρω, θα αποκτήσω ακόμα μια ουλή για να κοζάρω!!

Δεν ξεχνάω γιατί φτιάχνω μουσική, για αυτούς που αγαπάω, να τους ευχαριστήσω είναι λίγο, που είναι εκεί για να ακουμπάω, το στιχάκι αυτό κολλάω σαν χαρτάκι και το αυτί σου είναι ο πότης που το γυρνάω…

Το τίποτα δεν μου ταιριάζει, εγώ είμαι άλλος ένας που εκφράζεται και εκφράζει, ρισκάρω και ας μην πάρω, ας χάσω δεν πειράζει, γιατί τις στιγμής το νάζι είναι τις ψυχής το γκάζι.

Η ζωή που αλατοπίπερο μας βάζει, (και μας δοκιμάζει) διαφωνίες, ερωτόλογα, τσακωμοί και χαλάζι, γλύκα και γλυκόλογα, βάσανο και μαράζι, σχέσεις ανθρώπινες και ο νους μας σιγοβράζει…

Έχω καλές στιγμές να ζήσω.

Να διαφωνήσω, να συμφωνήσω, να ζήσω αρμονικά μαζί σου.

Εγώ και εσύ καρδιά μου ήμασταν ηφαίστειο, τρεμάμενη η γη, στα πόδια μου ένιωθα δέσιμο, τόσο μαζί και όμως τελείως διαφορετικοί, τόσο που η σχέση έδειχνε να ευημερεί όσο ακροβατεί.

Αδερφέ μου, έχουμε χαθεί, εγώ εδώ και εσύ εκεί, μπλεγμένοι στην ροή, κοιτάμε το ρολόι και τρέχουμε βιαστικοί, κολλήσαμε στα ασήμαντα και έφυγε η μισή ζωή!

Γλυκιά λέξη το ευχαριστώ, να δίνεις και να παίρνεις ότι πιο σημαντικό, εγώ δίνω μουσική, εσύ δίνεις μηνύματα, εσύ μου δίνεις αγάπη και εγώ αντλώ ερεθίσματα!

Ρίξε ένα χαμόγελο, άστα αίτια, ζούμε την ζωή κάθε στιγμή σαν περιπέτεια, το σήμερα ,το τώρα συγκεκριμένα, ας μην το οργανώσουμε και ας βγάλουμε απωθημένα!

Να ζήσουμε μία περιπέτεια ακόμα.

Άσ’ το ρολόι, δεν ήρθε η ώρα ακόμα…

(Χρόνης Μίσσιος)

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατέβουμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας.

Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς.

Όμως το αφήσαμε για αύριο…

(Συνέχεια, δεν αναφέρεται στο τραγούδι)

Για να πάμε πού;

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και ‘μείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί;

Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας»…

(Όπως αναφέρει και η φίλη Βικιπέδια)

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής.

Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός. Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας. Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος.

Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους.

Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988). Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από το «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001). Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας. Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. «Κοσμοκαλόγερος», σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο.

Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ «πάλεψε» με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό.

Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.

Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα. Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο».

«Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη, συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια «πίστη» σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής… Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Έχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας».

Χρόνης Μίσσιος

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

A WordPress.com Website.

Up ↑

%d bloggers like this: