Ο αλήτης με τα σφιγμένα δόντια

Ήξερα έναν αλήτη από τους λίγους, έναν αλήτη που ζούσε την ζωή του στα άκρα.

 Τον θυμάμαι να μου φαίνεται γίγαντας όταν ήμουν μικρός και σοφός. Τότε που θυμάμαι να περιμένω να ακούσω τον ήχο του αυτοκινήτου του, για να καταλάβω ότι ήρθε, με την προσμονή και την αγάπη κουταβιού που περιμένει τον φίλο του ποτέ θα έρθει και με  λαχτάρα τόσο μεγάλη που κάνει μέχρι και αυτό το λεπτό που το αυτοκίνητο πλησιάζει να φαντάζει η μεγαλύτερη τελετή υποδοχής μέχρι την επόμενη.

 Τον θυμάμαι πάντα να γελάει δυνατά ειδικά όταν με έβλεπε και το γέλιο του έδινε την θέση του στο πιο όμορφο τραγούδι στα αυτιά μου που ήταν η φωνή του. Ακόμα τον ακούω να μου λέει γεμάτος χαρά και περηφάνια ‘αγοριιινααα μου’.

Κάθε τόσο στην ζωή μου έφευγε αλλά ήταν πάντα εκεί, είναι ελεύθερο πνεύμα και τα ένστικτα του τον είχαν πάντα σε εγρήγορση, έτσι με έμαθε να εκτιμάω την στιγμή. Ο πιο περήφανος άνθρωπος που γνώρισα. Απαιτούσε σεβασμό γιατί ήξερε να σέβεται και σιχαινόταν την λύπηση του στράβωνε το στόμα σαν του λύκου πριν την επίθεση. Ήταν πάντα ο ήρωας μου. Μάθαινα ιστορίες από όλους όσους τον ήξεραν δεν του άρεσε να λέει, μίκραινε μέσα του έτσι, του αρκούσε να κάνει και να ξέρει εκείνος. Κάποιες με εντυπωσίασαν άλλες πάλι όχι, αυστηρός εγώ μαζί του πολλά χρόνια από την ζωή μου, πότε αυστηρός εκείνος με εμένα τεράστια η αδυναμία του αλλά ταυτόχρονα η δύναμη του, ήξερε ότι του πω εγώ είναι για το καλό του και η εμπιστοσύνη του σε εμένα το μεγαλύτερο του συναίσθημα μετά την αγάπη του που τον γέμιζε πίστη και σιγουριά. Με τον μπαμπά μου μοιάζω έλεγα 5 χρόνων και νεύριαζα με όποιον διαφωνούσε. Μελαχρινός με μακρύ μαλλί σαν Ινδιάνος εκείνος ξανθός και άσπρος εγώ αλλά αν μας δεις καλά ίδια φάτσα ίδια ράτσα είμαστε.

Μου έλειπε ο μπαγάσας, ακόμα και όταν τον είχα μαζί μου, γιατί ο δεσμός μας ήταν τόσο δυνατός που δεν θα αρκούσαν πέντε ζωές να περνούσαμε να συζητάμε για να αισθανθούμε ότι τα είπαμε όλα αλλά ταυτόχρονα δεν χρειαζόταν να λέμε και τίποτα. Έμαθα να προσέχω τον εαυτό μου επειδή ήξερα πως προσέχει και εκείνος τον δικό του.

Με δίδαξε τι σημαίνει πείσμα, τσαμπουκάς και αλληλεγγύη, να βοηθάω τον αδύναμο, να μην κάνω μάγκα τον βλάκα, να μην ζηλεύω κανέναν και να έχω εμπιστοσύνη στο ένστικτο μου. Αυτή ήταν η πάστα του. Αξίες που τις πήρε η γενιά του από τους προηγούμενους και η δική του γενιά τις πήγε δέκα επίπεδα πάνω.

 Με έμαθε ποδήλατο και κάθε φορά που πέφτω να γελάω, αλλά να γελάω περήφανος που η κάθε μου πτώση με κάνει πιο δυνατό και με διδάσκει σιγά σιγά πως να μην πέφτω αλλά και πως να σηκώνομαι.

Μου έμαθε να τρέχω και με πίσω βήματα και να μην καμπουριάζω. Με δίδαξε τι σημαίνει ισορροπία όταν κάθε καθαρά Δευτέρα φτιάχναμε τα ζύγια του χαρταετού μας και την ουρά τεράστια. Τον πετούσαμε ψηλότερα από όλους μέχρι να τον αφήσουμε να ταξιδέψει όπου εκείνος ήθελε στο τέλος της μέρας με το βλέμμα μας κολλημένο πάνω του μέχρι εκεί που άντεχε το μάτι μας να τον συντροφεύει.

Με έμαθε να πιάνω καβούρια και αχινούς χωρίς να με φτάνουν οι δαγκάνες και χωρίς να με τρυπάνε τα αγκάθια γιατί όλα θέλουν τρόπο και με σεβασμό να τα αφήνω πάλι στον κόσμο τους γιατί η εξουσία είναι τίτλος και εμείς τους πετάμε στα σκουπίδια η δύναμη είναι στην ταπεινότητα και τον σεβασμό πρώτα από όλα για την συνείδησή σου.

Με έμαθε να μην λέω ρε, το ρε βγαίνει από το μωρέ που βγαίνει από το μωρός που σημαίνει χαζός δεν θα λες κανέναν ‘ρε’ για να μην σε λένε ‘ρε’ και να σφυρίζω κλέφτικα με αλλά και χωρίς δάχτυλα.

 Με έμαθε ότι δεν υπάρχει ταβάνι όταν χαζεύαμε τα άστρα για ώρες στο μπαλκόνι στο χωριό ‘το φως τους μπορεί και να έχει σβήσει αλλά είναι τόσο μακριά μας που δεν έχει φτάσει ακόμα η εικόνα τους σε εμάς’ Μου έδειξε ποια είναι η μεγάλη άρκτος και ποια η μικρή να έχω να τις βλέπω για να ονειρεύομαι και να μη χαθώ ποτέ.

Καλλιτέχνης, ότι έπιανε στα χέρια του έφτιαχνε κάτι πανέμορφο. Εργαλείο ήταν η φαντασία του που ήταν πάντα σαν μικρού παιδιού αγνή και τεράστια σαν την καρδιά του ταυτόχρονα έπιανε την πέτρα και την έστυβε. Ήταν αθλητής από όταν γεννήθηκε, προπονημένος από σπόρος σαν σαολίν, το πρωί ξυλουργείο, μετά πυγμαχία και μετά ελεύθερα πάλη. Βούταγε κορμό δέντρου από τον φλοιό και το σήκωνε σαν να είναι ελαφρόπετρα από τότε που τα παιδιά στην ηλικία του έπαιζαν αμπάριζα και ψείρες όταν εκείνος γυρνούσε σπίτι το βράδυ για να σηκωθεί το επόμενο πρωί για δουλειά να στηρίξει το σπίτι του.

 Οι εποχές και οι καταστάσεις τα έφεραν έτσι που του ζήτησα να φύγει από το σπίτι μας στα δεκαπέντε μου χρόνια και σαν σωστός Άντρας που ήταν δεν είπε κουβέντα και έφυγε. Έτσι μου δίδαξε να μην φοβάμαι την μοναξιά, να είμαι υπεύθυνος των πράξεων μου και να σφίγγω τα δόντια αν νιώθω πως δεν αντέχω ειδικά αν έχω κάνει λάθος. Είμαστε υπεύθυνοι των πράξεων μας και όπως στρώνουμε κοιμόμαστε. Η σχέση μας είχε τα πάνω της και τα κάτω της πάντα αλλά έτσι γίνεται όταν υπάρχει αγάπη δεν συμβιβάζεσαι με τίποτα. Τόσα περισσότερα αυτά που έμαθα από τα λάθη του που με έκανε να αγαπάω να κάνω λάθη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σοφία από το να μαθαίνεις από τα λάθη σου έτσι με έμαθε να μην μετανιώνω για τίποτα στην ζωή μου.

Η σχέση του με την μάνα μου είναι μια ιστορία που δεν γίνεται να την καταλάβεις αν δεν την αισθανθείς. Ήταν αυτός που ήταν επειδή μεγάλωσε και με την μάνα μου και η μάνα μου είναι αυτή που είναι γιατί μεγάλωσε και μαζί του. Από 15 χρόνων μαζί. Είμαι παιδί αγάπης το έλεγε και βούρκωνε. Η σχέση τους, τους έμαθε να αγαπάνε τόσο που τα όρια τους ξεπεράστηκαν για την αγάπη τους για εμένα. Ήξερε πως εγώ είμαι γιος του και γιος της μάνας μου άρα η ευτυχία και η επιτυχία μας δεδομένη. Έτσι με έμαθαν να αγαπάω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο συναίσθημα από το να εμπνέεις τους γονείς σου και εκείνοι εσένα. Μου έδειξαν τι μπορεί να κάνει αυτό το συναίσθημα και να το έχω σαν Θεό μου.

 Ούτε αρκούδα δεν φοβόταν ο σκύλος αλλά είχε τους πάντες πάνω από εκείνον. Ανάσα του έδινε το να προσέχει να προστατεύει και να βοηθάει όποιον το έχει ανάγκη και αμέτρητοι ήταν εκείνοι που τον εκμεταλλευτήκαν, όπως συμβαίνει πάντα, μα τόσοι περισσότεροι οι άνθρωποι που βοήθησε που στα αρχίδια του τους έγραφε όσους ήθελαν μόνο να παίρνουν μούλικα, το θεωρούσε κακομοιριά και αν τον ήξερες καταλαβαίνεις πόσο μικρός ήταν ένας κακόμοιρης δίπλα του.   

Με έμαθε να ακούω, να βλέπω αλλά με έμαθε και να μιλάω, να πιστεύω στις δυνάμεις μου και να προπονούμε μόνος μου σαν πυγμάχος στον καθρέφτη γιατί ο εαυτός μας είναι ο χειρότερος μας εχθρός αλλά με προπόνηση γίνεται ο καλύτερος μας φίλος.

 Το δέσιμο μας τέτοιο που τελευταία φορά που τον είδα τα κούτελα μας ήταν και πάλι ενωμένα και τα δόντια μας σφιγμένα όπως πάντα να μην μασάμε πουθενά και με τίποτα. Δεν περιγράφονται τα συναισθήματα μου αλλά επειδή του άρεσε να του διαβάζω τις σκέψεις μου και επειδή είμαι μικρός για να αισθανθώ πόσο γύρω μου βρίσκεται είχα ανάγκη σήμερα να του τα πω έτσι.

Την Παρασκευή 14 Ιουνίου του 2019 αποφάσισε να κόψει τον σπάγκο μετά από 57 χειμώνες. Ήταν σωστά ρυθμισμένα να ζύγια του και η ουρά του μακριά και πολύχρωμη.

Είμαι 29 χρόνων και αισθάνομαι ευλογημένος μπαμπά το ήξερες, ήξερες πόσο ευγνώμων, πόσο ταπεινός, πόσο δυνατός και αληθινός ήμουν και θα είμαι στη ζωή μου γιατί ακόμα και αν το χάσω τελείως θα έχω έναν αετό να με κρατάει δυνατό στην χειρότερη γιατί όλα είναι υποφερτά μπροστά σε αυτά που άντεξες εσύ. Σέβομαι την απόφαση σου όσο δεν έχω σεβαστεί τίποτα άλλο στην ζωή μου. Όλα αυτά στα έχω πει, αλλά είναι τέτοιο το μεγαλείο αυτών των συναισθημάτων που δεν φυλακίζονται μέσα μας έπρεπε να γίνουν πράξεις, λόγια, αγκαλιές και υγρά στα μάτια γι’ αυτό έγιναν κιόλας και μου αρκεί που τα ήξερα και τα ήξερες δεν χωράνε σε λέξεις ούτε βιβλιογραφία να γράψω για την αρχοντιά σου.

Μπαμπά σε ευχαριστώ, εντάξει είμαστε.

Ταμπουράκης Γεώργιος του Φώτακα, γιος του Μπαμπά μου και της Μάνας μου

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

A WordPress.com Website.

Up ↑

%d bloggers like this: