Αυτό είναι το πιο δύσκολο κείμενο που θα γράψω ποτέ.
Θέλω να αποτυπώσω, ωστόσο, πράγματα τα οποία με ενοχλούν πολύ καιρό τώρα. Θέλω να μιλήσω για ακόμα περισσότερα πράγματα τα οποία έχω αρχίσει να αποκαθιστώ μέσα μου.
Στην ηλικία των δεκαοκτώ άρχισα να νιώθω μια βαθιά αποστροφή για ο,τιδήποτε έφερε πάνω του τη γαλανόλευκη. Ο λόγος ήταν πολύ απλός και η αφορμή ήταν τρομακτική. Στις 2 Φεβρουαρίου του 2006 (αν κάνω λάθος τη χρονιά διορθώστε με στα σχόλια παρακαλώ) η Χρυσή Αυγή κάνει πορεία στο κέντρο της Αθήνας με επίφαση τη μνήμη των πεσόντων στην κρίση των Ιμίων. Όπως είναι σύνηθες, πλήθος αντιφασιστών συγκεντρώνεται με σκοπό να διαλύσει τη διαδήλωση του τότε ακόμα μικρού νεοναζί μορφώματος.
Ακολουθεί σύγκρουση μεταξύ φασιστών-αντιφασιστών και η Ελληνική Αστυνομία συμπαρατάσσεται με τη Χρυσή Αυγή ενάντια στους αντιφασίστες. Υπάρχουν πλάνα στα οποία ξεκάθαρα νεοναζί εφορμούν κραδαίνοντας μαχαίρια και τα ΜΑΤ δεν κάνουν τίποτα για να τους σταματήσουν. Ο τότε υπεύθυνος τύπου της ΕΛ.ΑΣ. είχε δηλώσει πως οι διμοιρίες δεν μπορούν να βλέπουν τι γίνεται πίσω τους όταν επιχειρούν. Στην πραγματικότητα όμως, οι μαχαιροβγάλτες έβγαιναν μέσα από τις γραμμές των ΜΑΤ.
Η γαλανόλευκη λοιπόν άρχισε να σηματοδοτεί για μένα την τυραννία. Η χώρα είχε αισθητά αρχίσει να τσαλαβουτά στην κρίση και εγώ είχα αρχίσει να ριζοσπαστικοποιούμαι, βλέποντας έναν, έναν τους θεσμούς γύρω μου να λειτουργούν σαν αντίπαλοι της ζωής μου (αυτό δυστυχώς είναι ένα αφήγημα που διατείνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα). Το κάψιμο της σημαίας φαινόταν λυτρωτικό απέναντι στο πόσο καταθλιπτικά οι ζωές πολλών ανθρώπων μαζί και η δική μου είχαν τροχοδρομηθεί προς τη μαυρίλα της κρίσης.
Είναι, ωστόσο, απαραίτητο να δώσουμε μια φυσική και μια μεταφυσική διάσταση στον πατριωτισμό. Χρειαζόμουν έναν ορισμό και ένα πλαίσιο για να αντιληφθώ τους μύθους που κουβαλάει μαζί του αυτός ο τόπος και μια διάσταση του πατριωτισμού που μπορώ τουλάχιστον να ανεχτώ. Όχι γιατί με υποχρεώνει κάποιος αλλά γιατί αξιόλογοι άνθρωποι από άλλες οπτικές γωνίες συνδέουν τη γαλανόλευκη με τη δημοκρατία, τη φιλοξενία, τη γενναιοδωρία, την αλληλεγγύη και την εντιμότητα και παλεύουν για αυτές.
Η πατρίδα είναι μια φυσική πραγματικότητα. Η δύναμη της συνήθειας, γιατί ο άνθρωπος σαν ζώο αποζητά την ασφάλεια, δένει τους ανθρώπους με τα μέρη που μεγάλωσαν. Αγαπάς τον ήλιο που δύει πάνω από την εθνική οδό, αγαπάς τη γειτόνισσα που σου έδινε σοκολάτες όταν ήσουν μικρός και αγαπάς και το γηπεδάκι του μπάσκετ που καπνίζατε κρυφά. Η πατρίδα σου είναι κάτι τόσο απλό και τόσο συγκεκριμένο.
Το έθνος, από την άλλη, είναι μια πολύ επικίνδυνη μεταφυσική έννοια η οποία χρησιμοποιείται από τον εκάστοτε συσχετισμό που έχει το πλεόνασμα δύναμης πολιτικά και οικονομικά. Για παράδειγμα, η τωρινή κυβέρνηση θέλει να ψηφίζουν ομογενείς που δεν έχουν βρεθεί στον Ελλαδικό χώρο τριάντα χρόνια, γιατί γνωρίζει ότι πολιτικά χαρτογραφούνται κατά κύριο λόγο στη συντηρητική δεξιά και φέρουν μια πολύ εξιδανικευμένη ιδέα για το τι σημαίνει να ζεις στην Ελλάδα. Αντίθετα, μετανάστες που μετέχουν παραγωγικά και έχτισαν την Ελλάδα το 90’ δεν δικαιούνται να ψηφίζουν. Ζω στη Σκωτία τέσσερις μήνες και έχω ήδη δικαίωμα ψήφου και όλοι εδώ μου φέρονται σαν να μεγάλωσα και να γεννήθηκα εδώ. Το έθνος επιτρέπει σε ανθρώπους να δημιουργούν εσωτερικούς εχθρούς και να χτίζουν κάστες ανθρώπων μέσα σε διάφορα πολιτισμικά πλαίσια. Η χειρότερη από τις ιδέες που συνάδει με τον εθνικισμό είναι αυτή της μισαλλοδοξίας. Ότι η επικρατούσα πληθυσμιακά φυλή μέσα σε ένα κράτος είναι αυτή που δικαιούται τα πάντα σε προτεραιότητα.
Αυτή η ιδέα πως «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (πέρα από το ότι είναι αντιγραφή του «Deutschland die Deutsche» το οποίο συνεχίζει με το «Raus Juden, Raus») είναι άρρωστη. Οι ακραίες συνέπειες της ιδέας αυτής είναι ο φασισμός και δεν πλήττει μόνο το μετανάστη. Ξεσκίζει και το φτωχό ημεδαπό. Στη Σκωτία θα δεις ανθρώπους από όλο τον κόσμο να έχουν πολύ καλές δουλειές καριέρας. Στην Ελλάδα έχουμε εξαθλιώσει τους μετανάστες σε αρκετά μεγάλο βαθμό, δεν μπορούν να ενσωματωθούν και αναπαράγουμε αυτό το στερεότυπο. Γιατί κανένας δεν φοβάται το στερεότυπο του Πακιστανού που μεταφέρει με το καρότσι του σουπερμάρκετ κομμάτια μέταλλο. Τον Πακιστανό δικηγόρο ή ορκωτό λογιστή ή γιατρό τρέμει η Δύση, αυτόν που στέρησε από τον Καυκάσιο το βήμα του στη μεσαία τάξη.
Σύμφωνα με το Φοντενεμπλό Concept, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν τα μέγιστα αν βρεθούν στις ιδανικές για αυτούς συνθήκες. Πριν ένα χρόνο που έγραφα τη διπλωματική μου με θέμα «Παιγνιοποίηση στην Εταιρική Εκπαίδευση», σε 120 πηγές το 80% ήταν πονήματα ερευνητών από την Ινδία και το Πακιστάν. Δεν ήταν Έλληνες. Αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Δυστυχώς είναι το μοναδικό ωραίο πράγμα στο σύστημα το οποίο ζούμε. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρίνονται από το χρώμα τους, την καταγωγή τους ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις αγαπητέ συντηρητικέ. Πρέπει να κρίνονται από την ικανότητα τους να παράγουν για την κοινωνία και από την ικανότητα τους να αναλαμβάνουν όλο περισσότερες και πιο πολύπλοκες ευθύνες. Βάσει ανάλυσης Πήτερσον, έτσι δημιουργούνται οι ιεραρχίες.
Αφού μιλήσαμε για ιεραρχίες να μιλήσουμε για σημαιοφόρους. Κρατάω στη ζωή μου πλέον κάτι ως αξίωμα:
ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΛΕΣ ΟΣΟ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΡΑΤΑΝΕ.
Και οι σημαίες είναι υπέροχες όταν οι άνθρωποι που τις κρατάνε στέκουν δίπλα-δίπλα σε ένα ολυμπιακό βάθρο. Όταν τυλίγονται μαζί για να δείξουν τη φιλία και την ένωση ανάμεσα σε δύο τόπους. Όταν τις κρατάνε άνθρωποι που σήκωσαν την ευθύνη της μάθησης ή την επιμονή στο φυσικό πόνο της άθλησης. Είναι υπέροχες όταν τις κρατάει ο Γιώργος, η Έλενα ή η Καουτάρ, ο Σελίμ ή ο Κρίστιαν. Γιατί αν οι σημαίες μας δεν υψώνονται για την ελευθερία, τότε η μοναδική κρυψώνα για εμάς είναι ο θάνατος.
Το Πουλί της Φωτιάς
Leave a Reply