Γύρω μας υπάρχουν ήρωες της καθημερινότητας. Ή, πιο σωστά, «Γίγαντες», όπως γράφει και ο Anser.
Αυτό το τραγούδι ουσιαστικά αποτελεί μία μικρή περίληψη ενός κομματιού της ζωής αυτών των ανθρώπων. Το έμαθα όταν μου το έστειλε ένα πολύ καλό φιλαράκι και ενθουσιάστηκα από το πόσο αληθινοί είναι οι στίχοι του, καθώς άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό άνθρωποι και γεγονότα. Όταν εγώ με τη σειρά μου το έστειλα σε κάποιο άλλο άτομο, θεώρησε αυτό το κομμάτι κάπως ηττοπαθές και λυπηρό.
Και σε αυτό το σημείο θα διαφωνήσω, χωρίς να κατακρίνω, διότι για να καταλάβεις και να νιώσεις τους στίχους πρέπει να έχεις βιώσει έστω μία ή κάποια παρόμοια κατάσταση με αυτές που αναφέρονται. Και εδώ που τα λέμε, αυτή είναι η ζωή, απλά κάποιοι έχουν την τύχη ή την ατυχία να τα βρουν όλα πολύ πιο εύκολα και έτοιμα. Όπως και να το κάνουμε, αν δεν έχεις ζήσει έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα μία σημαντική δυσκολία, από ένα πρόβλημα υγείας έως ζητήματα οικονομικής επιβίωσης, χωρίς να έχεις κανέναν να σε βοηθήσει, όταν δεν έχεις προσπαθήσει να καταφέρεις κάτι κόντρα σε όλους και, κυρίως, κόντρα στις συγκυρίες, είσαι καταδικασμένος να μην εκτιμάς τέτοιους ανθρώπους. Αντιθέτως, τείνεις να τους υποτιμάς χωρίς να το καταλαβαίνεις. Ακόμη και αν δεν έχεις καταφέρει το ένα χιλιοστό. Προσωπικά εκτιμώ ότι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα μίας οποιασδήποτε υποανάπτυκτης ή όχι ικανοποιητικά ανεπτυγμένης κοινωνίας. Ακόμη και από μία παρέα νέων της μεσαίας τάξης, θεωρώ είναι δύσκολο να εκτιμηθούν κάποιοι άνθρωποι. Άλλοι τους λυπούνται, άλλοι τους θεωρούν μαλθακούς. Όσοι μιλούν εκ του ασφαλούς, με τη σιγουριά των καρπών που άλλοι έθρεψαν για αυτούς.
Άλλες φορές εξοργίζομαι με εμένα που μου επιτρέπω και μόνο να σκέφτομαι όλο αυτό, άλλες φορές εξοργίζομαι με αυτούς.
Οπότε όχι, μόνο καταθλιπτικό δεν είναι αυτό το κομμάτι. Ίσα ίσα γεμίζει αισιοδοξία το να καταλαβαίνεις ότι ορισμένοι δίνουν τη δική τους μάχη και ποτέ δεν το βάζουν κάτω. Και πιστεύω ότι όλες αυτές οι ιστορίες έχουν ένα αίσιο και χαρούμενο τέλος, με ανθρώπους που έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου και έχουν μάθει να εκτιμούν πλέον τα ουσιώδη, με αληθινές ανθρώπινες σχέσεις. Διότι στη δύσκολη πορεία παίρνουν μαθήματα ζωής που κάποιοι δεν θα πάρουν ποτέ. Αυτοί που, μέσα στην ασφάλειά τους, σε θεωρούν άρρωστο όταν ξεσπούσες, πάθαινες καθημερινά κρίσεις πανικού.
Και δεν θεωρώ φυσικά ότι όλοι πρέπει να περνούν δύσκολα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αντιθέτως, αυτό προσπαθούμε για τους κοντινούς μας ανθρώπους, το να μην περάσουν άσχημα στη ζωή τους. Αλλά, παρόλα αυτά, το απαράδεκτο είναι να αρνείσαι να κατανοήσεις και, ακόμη πιο δύσκολο, να εκτιμήσεις ορισμένα άτομα, καταστάσεις, γεγονότα.
Ίσως το πιο γαμάτο σημείο του τραγουδιού είναι το «ώσπου μια μέρα μου είπες άλλο δεν μπορώ, σε είδα στα γόνατα να πέφτεις, να σου κόβεται η ανάσα», διότι αυτή είναι η στιγμή που θα επιζητήσεις να ακούσεις το κομμάτι. Είναι αυτό το καίριο σημείο της ζωής που, που θα βυθιστείς στη θλίψη και την κατάθλιψη εξαιτίας ανθρώπων και γεγονότων. Αλλά μετά από εκ νέου τεράστια προσπάθεια θα ανακάμψεις, χωρίς να έχεις αναθεωρήσει επί τα χείρω τη στάση ζωής σου.
«Το “Αυτοάνοσο” έχει γραφτεί και έχει εμπνευστεί από ανθρώπους που υπάρχουν στο περιβάλλον μου και ζουν με αυτοάνοσα νοσήματα. Από κει και πέρα, όμως, περιλαμβάνει διάφορες ιστορίες από ανθρώπους που έζησαν με τον οποιονδήποτε τρόπο την πίεση στην καθημερινότητά τους και όλο αυτό το κράτησαν μέσα τους, με αποτέλεσμα να κάνουν κακό όχι στους γύρω τους αλλά στον εαυτό τους.
Καταλήγει στο πως βλέπω αυτούς τους ανθρώπους και ποσό τους θαυμάζω που συνεχίζουν τον καθημερινό τους αγώνα και ας έχουν χτυπηθεί από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, χωρίς να το βάζουν κάτω», μας είπε ο Anser και τον ευχαριστούμε! Του αφιερώνουμε λοιπόν αυτό το άρθρο, όπως και σε όλους τους ανθρώπους που δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν, συνεισφέροντας στους εαυτούς τους και τους γύρω τους.
Οι στίχοι:
Ποτέ δεν μπόρεσες να κάνεις κακό
Και τη μαυρίλα αυτού του κόσμου τη φόρτωσες στην ψυχή σου
Τρυπάει η καρδιά σου κι όλο γυρνάει το μυαλό
Στη μέρα εκείνη που θυμάσαι να χωρίζουν οι γονείς σου, και
Κι εσύ δεν άντεχες το σπίτι σου το άδειο
Ούτε σε κράτησαν τα πόδια σου όταν την είδες με άλλον τότε
Γιατί σου ‘λεγε “σ’ αγαπώ” όταν σε κοιτούσε μες στα μάτια
Εσύ ανατρίχιαζες, μ’ αυτή δεν το εννοούσε
Κι έτσι μεγάλωνες και βάραινε το βάσανο
Κι έψαχνες να τα πεις και να μιλήσεις σ’ έναν άνθρωπο
Από τα λόγια του μπαμπά, που σ’ έλεγε όλο άχρηστο
Μέχρι την ειρωνεία, από ένα γέρο, βλάκα δάσκαλο
Κι όλο πειράγματα και πλάκα στο προαύλιο
Κι εσύ πάντα με δάκρυα, τα ‘λεγες στο τετράδιο
Μετά στο σπίτι σου γυρνούσες στο δωμάτιο
Κλεινώσουνα κι ονειρευόσουν ένα πιο όμορφο αύριο
Μετά πανεπιστήμιο, έδρανα και στρες
Άγχος στις εξεταστικές, με δυο δουλειές για να τα φέρεις βόλτα
Και στριμωχνόσουν τσίμα-τσίμα στις εστίες
Όσο οι συμφοιτητές σου δε δουλέψανε μια ώρα, και
Μετά στρατός και μια σκοπιά στο Νευροκόπι
Ένας χειμώνας, ένα όπλο, δέκα σφαίρες και μια λόγχη
Και καλοκαίρι και γιορτές το ίδιο λούκι
Όσο μίλαγαν τα κονέ κι άλλοι φεύγαν αδειούχοι
Εννιά μήνες μετά, πίσω στο κρύο σπίτι σου
Εκείνη δεν υπήρχε καν, είχαν χαθεί όλοι οι φίλοι σου
Μετά δουλειά, 8-20 για τα ίδια ψίχουλα
Μ’ αφεντικό σκληρό και συναδέλφους φίδια ύπουλα
Κι όλο κατάπινες την ίδια στεναχώρια
Κι ήσουν πάντα εκεί για ‘κείνους, στις μαυρίλες και στα ζόρια
Κι ήσουν πάντα εκεί στα δύσκολα να δώσεις απ’ το υστέρημα
Γιατί ήξερες το τι σημαίνει να μη στα ‘χουν έτοιμα
Και σακατεύαν τα όνειρα σου και δε μίλαγες
Κι όση ειρωνεία σου στέλνανε, εσύ πίσω δεν τη γύρναγες
Και μάζευες και τα ‘βαφες, στα μέσα δεν ξεσπούσες
Αυτοί πάντα ήταν απέναντι μα εσύ τους συγχωρούσες
Ως που μια μέρα μου πες “άλλο δεν μπορώ”
Σ’ είδα στα γόνατα να πέφτεις, να σου κόβεται η ανάσα
Γιατί τα λόγια του μπαμπά σε είχαν αρπάξει απ’ το λαιμό
Τα ψεύτικα της “σ’ αγαπώ” είχαν γίνει άσθμα
Οι πλάκες των συμμαθητών ήταν εκεί
Και του δασκάλου σου η ειρωνεία είχε σκυλιάσει να σε βρει
Κι ο λύκος γρύλιζε όσο μύριζε εδώ καινούρια θύματα
Το άγχος κι οι εξεταστικές στο δέρμα σου εξανθήματα
Το κρύο σε τρύπαγε σαν να ‘σουν στη σκοπιά σου
Το ίδιο τρέμουλο κι εξάντληση όπως τότε στη δουλειά σου
Όπως τότε που σε αφήσει η δικιά σου, έτσι έκλαψες
Απόψε που κατάλαβες πως χάνεις τα μαλλιά σου
Μα όταν στα μάτια σε κοιτώ, βλέπω ένα γίγαντα
Έναν άνθρωπο σκληρό, που δεν τον ρίχνει κάτω τίποτα
Κι όταν εκείνοι σε κοιτούν, σε λένε άρρωστο
Κι ας έδωσες τα πάντα σ’ ένα κόσμο τόσο αχάριστο.
Leave a Reply