Ο παρεξηγημένος Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άρθρο αναγνώστη για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου… Αν και σε αυτό το blog αγαπάμε Θανάση και μας έχει χαρίσει μερικές από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής μας, σεβόμαστε τις απόψεις αναγνωστών και τις δημοσιεύουμε. Ευχαριστούμε για το κείμενο προς δημοσίευση, Γιάννη.

Κάθε καλλιτεχνική πρόταση είναι σεβαστή ως μια προσπάθεια επικοινωνίας.

Αποφεύγω την αρνητική κριτική, ειδικά όταν δεν υπάρχει δικό μου έργο ώστε να είμαι εκτεθειμένος κι εγώ σε αυτήν. Προτιμώ αντίθετα να «φωτίζω» περιπτώσεις που αποτιμώ θετικά, κι ας φανούν τα υπόλοιπα διά της αντίστιξης. Το κείμενο αυτό επομένως θα μπορούσε να είναι μια θετική κριτική συνολικά στον Μάλαμα. Έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, που κατέχει το όργανό του, έχει αφομοιωμένες επιρροές, διασκευάζει με σεμνότητα και σωστή αίσθηση των μεγεθών, οι στίχοι του έχουν πραγματική κι όχι προσποιητή εσωτερικότητα και άλλα πολλά. Η εύλογη ερώτηση είναι σε τι του χρησιμεύει τότε ο Θανάσης; Η δική μου απάντηση είναι ότι ο Θανάσης εξυπηρετεί την πινελιά υφολογικής ελαφρότητας που χρειάζεται ο στίχος του Μάλαμα. Το αποκλειστικό θέμα του οποίου, είναι η προσωπική περιπέτεια μιας απελπισμένης συνείδησης που έχει αποφασίσει να μην αυτο-εξαπατάται.

Περισσότερο δηλαδή, αυτό το κείμενο είναι ένα σχεδίασμα δοκιμιακής ανάλυσης απέναντι στις εξαιρετικά επαινετικές κριτικές που χαρίζονται στον Θανάση, παρά στον ίδιο. Από μια έγνοια για την κατεύθυνση που παίρνει η τέχνη της Κριτικής και η ακεραιότητα πίσω από αυτήν, από ένα αίσθημα ευθύνης ίσως απέναντι στον Λορεντζάτο. Όσοι διαχωρίζουν το έργο από τον καλλιτέχνη θα βρουν «ψυχολογισμούς» σε ό,τι ακολουθεί, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχους. Για μένα η προσέγγιση είναι αδιαίρετη. Η αυτοεκπλήρωση του καλλιτέχνη προηγείται του ίδιου του έργου του.

Ο Θανάσης είναι κατά βάση αγνός συντηρητικός και δεν εννοώ από ιδεολογία (τύπου Scruton), όσο από νοσταλγία για το παιδικό βίωμα στην ύπαιθρο. Οι ανατρεπτικές προεκτάσεις των στίχων του είναι περισσότερο κατά της νεωτερικότητας και των νευρωτικών προταγμάτων, παρά υπέρ μιας ριζοσπαστικής λύσης. Ο ίδιος είναι αισθητής, σχεδόν απολιτίκ, αλλά η στάση του παρεξηγείται ως αριστερή κι ευνοεί ο ίδιος σκόπιμα αυτή την παρεξήγηση. Μήπως και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι αριστεροί σήμερα δεν είναι κυρίως “τοποθέτηση”, πάρα συνείδηση και αυτοσυνέπεια;

Το σύνθημά του είναι “εμπρός πίσω!”, περίπου με την έννοια που το έλεγε ο Φουκώ για το Ιράν. Πίσω στην ψυχολογική μόνωση της υπαίθρου – το νοσταλγικό τοπίο μνήμης, αλλά και στην παιδική ματιά που σκέφτεται με εικόνες και ελεύθερους συνειρμούς. Εκεί δηλαδή που τα φαινόμενα εκδηλώνονται μαγικά, σαν φαντασμαγορία. Επιστροφή και προσκόλληση στη μακάρια εποχή όπου οι “ερασιτεχνισμοί” εξασφαλίζουν θερμό χειροκρότημα, ένα κολλάζ στίχων χαιρετίζεται ως δημιουργία μιας ιδιοφυΐας και το γρατζούνισμα της φραγκοσυριανής ευχαριστεί όσο και μια απαράμιλλη δεξιοτεχνία. Αλλά μέχρι εκεί, γιατί τα απλόχερα μπράβο τοκίζουν τις μελλοντικές απαιτήσεις για αυτοβελτίωση και πειθαρχία σε σκοπούς, με ότι αυτό σημαίνει σε δέσμευση, ανασφάλεια, αγωνία.

Στην ουσία κάνει μουσική παίζοντας, έτσι καταφέρνει να κερδίζει το χρόνο μέσα στον χρόνο. Ο ερασιτεχνισμός του είναι μια όψη προστατευμένης παιδικότητας.

Πώς αποκτά μια τέτοια καλλιτεχνική πρόταση ακροατήριο; Με τη δημιουργία μιας κοινότητας. Ο Θανάσης προσφέρει ένα εργόχειρο και λέει “δεν ξέρω αν είναι καλό”, αλλά είναι μόνο για όσους σαν κι «εμένα», αερικά, διάφανοι, αληταριά κτλ., δεν βολεύονται σε αυτόν τον κόσμο. Εδώ λοιπόν, δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε οπαδός μιας μπάντας, αλλά ένα μέλος μιας “εκκλησίας”. Αντικείμενο λατρείας ο δήθεν απρόθυμος “Ιδρυτής”. “δεν είμαι σταρ, ούτε κριθάρ”. Να μην ξεχνάμε ότι δηλώνει σπόρος όπως το εννόησε ο Χριστιανόπουλος.

Ο Θανάσης μετατρέπει το διαδηλωτικό πάθος του ανήσυχου κοινού του σε ναρκισσιστική εκτόνωση και απολαμβάνει την εισπράξιμη μορφή του. Φτύνουν όλοι μαζί στο δοχείο κι έχοντας περάσει ένα όμορφο βράδυ, επιστρέφουν στα σπίτια τους. Δεν είμαστε για επαναστάσεις τώρα, αφού για την ώρα υπερτερούν συντριπτικά τα «έρημα κορμιά» σε σχέση με τα «αερικά».

“Με ικανοποιεί ό,τι μου χαρίστηκε κι όχι ό,τι κατάφερα με κόπο”, λέει ο Αγκάμπεν στις βεβηλώσεις. “Διαλέγω πάντα τον πιο εύκολο δρόμο για μένα” θα πει ο Θανάσης. Αυτός τις ενοράσεις, τις προφητείες, τις γητειές, τις μαγγανείες, τις δημιουργικές “διασκευές” – στην ελεύθερη επικράτεια της δημιουργικής ασάφειας, ενώ η σπουδή και η ακρίβεια μένουν για αυτούς που τον πλαισιώνουν. Με το ίδιο θράσος ενσωματώνει τις επιτυχίες της επιστήμης για να τις απορρίψει με χαρακτηριστική άνεση σε άλλο σημείο, μαζί με το εργαλείο πειθαρχίας που οδήγησε σε αυτές. “Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι..” και ταυτόχρονα μέσα από τους στίχους προβάλλονται και θαυμάζονται αστέρια, γαλαξίες, ηλεκτρομαγνητικά κύματα, γεωλογικά στοιχεία, μιλάει δλδ μια συνείδηση που δονείται από το κοσμικό δέος. Μια από τις πολλές φαινομενικές αντιφάσεις. Δεν γίνεται λόγος για πραγματικές αντιφάσεις γιατί δεν υπάρχει ενιαία πρόταση, δεν είναι αρκετά φανατικός σαν τον Σαββόπουλο  γι’ αυτό. Περισσότερο μοιάζει με φίλτρο, αισθητικό κριτήριο και “ματιά” που δια-κοσμεί, προσπαθώντας να επικοινωνήσει αυτά που κατάλαβε κι εκτίμησε. Ούτε οριενταλιστής, ούτε αντιρασιοναλιστής. Ευκαιριακές επιρροές. Το συνονθύλευμα ενός ενθουσιώδους εφήβου που μας δείχνει τις αφίσες του δωματίου με τα είδωλά του. 

Τα παραδέχεται κι ο ίδιος άνετα αυτά και προλαβαίνει μόνος του την κριτική όταν λέει, “δεν έμαθα να παίζω καλά γιατί ήθελα από την αρχή να γράφω”, “δεν ξέρω να μιλάω με μουσικούς όρους στους συμπαίκτες μου” κι αλλού “οι στίχοι μου δεν σημαίνουν κάτι, είναι ανοιχτοί στις ερμηνείες”, αλλά και εμμέσως και πιο λεπτά, όταν θαυμάζει τον ακέραιο Παπαδιαμάντη μέσα από τον Καρούζο. “Σαν τον Προκρούστη βάζω στον πάγκο τα ποιήματα των Λατινοαμερικάνων και πετσοκόβω τον εσωτερικό τους ρυθμό για να τα κάνω τραγούδια”, (δυνατή εικόνα αυτή!), το αποτέλεσμα: η “βλαχοψυχεδέλεια”.  Ο Έκο έχει έναν ωραίο αισθητικό αφορισμό: “η συσσώρευση πολλών κιτς στοιχείων είναι μια ενδιαφέρουσα υφολογική πρόταση” και το ακριβώς αντίστροφο στην περίπτωση του Θανάση. Ρεμπέτικο, δημοτικό, ροκ, τζαζ, ανακατεύονται σε ένα μη οργανικό αποτέλεσμα, χωρίς φυσικότητα. Και τι είναι όλη αυτή η βιοτεχνία των διασκευών με τα συχνά γελοία αποτελέσματα όπως το πομπώδες ο “Ρίλκε είναι μεγάλος”; Ένας Έλληνας ποιητής εν ζωή θα δεχόταν άραγε να φερθούν έτσι σε κάποιο ποίημα του;

Η διαφορά ωστόσο είναι ότι αυτός καταλαβαίνει τη σύγχρονη ψυχή και ανεβάζει στην επιφάνεια πράγματα που δε βλέπουν οι πολλοί, λέει πάλι σε πρόσφατη συνέντευξη και ξεχνάει τη μετριοφροσύνη του! (ο ρόλος της ιδιοφυίας που κόβει δρόμο). Αυτό που τον “πονάει” είναι η αμφισβήτηση του κριτηρίου και της αισθητικής του ματιάς, γιατί εκεί θεωρεί ότι υπερέχει. Για παράδειγμα του ασκήθηκε κριτική ότι η επιλογή του ποιήματος του Λειβαδίτη στο δίσκο “με στόμα που γελά” δεν είναι δα και κάτι σπουδαίο και απάντησε ότι θα κάνει αποκλειστικά ένα λαϊκό ορατόριο με όλη την ποιητική συλλογή που περιέχει το ποίημα. Αυτό δείχνει ότι ελέγχει το κοινό του και αισθάνεται δυνατός να του επιβληθεί.

Επίσης η αυτοαναφορικότητά του είναι παροιμιώδης, δείγμα της απόλυτης αφοσίωσης στην “υπόθεσή” του. “Κάνω μέχρι και τα λογιστικά της εταιρίας μου” (έχει πάρει και κανά ΕΣΠΑ άραγε;).  Στην συναυλία  για την ΕΡΤ ψέλλιζε κάτι αμήχανα λόγια για το ραδιόφωνο που άκουγε όταν ήταν μικρός, φανερά αποστασιοποιημένος από τη συναισθηματική ένταση των γεγονότων. Πρόσφατα, τη μέρα που διαλύθηκε ο Λίβανος, πόσταραν οι διαχειριστές της ημι-επίσημης σελίδας του, τη Φειρουζ με παραπομπή στα μουσικά σάιτ που είναι διαθέσιμη για αγορά, έτσι χωρίς άλλο σχόλιο! Υποδέχεται διάφορα επιμέρους αιτήματα και πανό και για “να φανεί αντάξιος των τραγουδιών του” τα συνοδεύει με κάτι εύκολες κι ανώδυνες κοινοτοπίες σε στυλ λογοπαίγνιων πχ “γνώση χωρίς ελευθερία είναι από-γνωση”.

Μόνο τα νερά που περνάνε από το χωριό του μην πειράξουν και τους ζαπατίστας. Ο Θανάσης ακκίζεται με συνθηματάκια και μεγαλοστομίες, ενώ ο ίδιος πονηρά απολαμβάνει το σολιψισμό του (Καίσαρας Βαλιέχο, άλλον αδερφό δεν έχω. Ελλάδα μπαλαρίνα – θέλεις και κλαρίνα κτλ).

Οι στίχοι “όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει ο νους μας είναι αερικό που όλο θα δραπετεύει” έχουν γίνει επαναστατική σημαία, στην πραγματικότητα ωστόσο είναι συγκαλυμμένος στωικισμός και προτροπή σε αναχωρητισμό. Ο νους δραπετεύει, το σώμα δεν πάει πουθενά θα τα υποστεί όλα.

Τελικά όμως, όπως αναγνωρίζει κι ο ίδιος, η μελωδία προηγείται, (μέλος, καταπραϋντικό μέσο) εκφράζει το χάος μέσα μας και συγκινεί βαθύτερα, ενώ τα λόγια κάποτε κουράζουν. Ο Θανάσης δεν πρόσφερε καινούριες μελωδίες αλλά μουσικά πλαίσια και οι στίχοι του, αν εξαιρέσεις κάποιες καλές εικόνες, είναι “εγκεφαλικοί”, διανοήματα όπως λένε στην αισθητική θεωρία, δηλαδή όπου δεν μπορείς να εκφράσεις βαθύ αίσθημα προσθέτεις σύγχυση και προσποίηση βάθους και το βαφτίζεις υπερρεαλισμό. Γραμμένα γι’ αυτούς που διαβάζουν ποίηση και τους αρέσουν οι ιστορίες. Μόνο που δεν είναι αυτή η λειτουργία του τραγουδιού.

Εμείς από την άλλη που θα προτιμούσαμε να είμαστε τυφλοί παρά κουφοί αν έπρεπε να διαλέξουμε τη μουσική ή την εικόνα, δεν μας αρκεί μια χειρονομία κινηματογραφική και ένα χαϊδευτικό χτύπημα στην πλάτη που ταΐζει το μικρό ναρκισσισμό μας.

Ξέρει ότι είναι παρερμηνευμένος από τους φίλους του. Αυτό δίνει από τη μία ένα αίσθημα ανωτερότητας αλλά και απαρηγόρητης μοναξιάς την ίδια στιγμή. Γιατί ακόμη πιο ακριβό από το να σε αγαπούν και να σε αποδέχονται, είναι να σε καταλαβαίνουν, και εντελώς πιο μάταιο ως επιδίωξη…ο ακατασίγαστος αχός εντός του.

“Δε θέλω τα τραγούδια που έγραψα ν’ ανάβουν αναπτήρες

Θα ήθελα να σκίζουν τα μέτωπα ν’ ανοίγουνε κρατήρες”.

Γιάννης Μαθ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

A WordPress.com Website.

Up ↑

%d bloggers like this: